- προσγυμναστής
- προσγυμν-αστής, οῦ, ὁ,A fellow-wrestler, Hyp.Lyc.6, Inscr.Prien.111.176 (i B.C., pl.), cj. in Gal.6.177.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσγυμναστής — ὁ, Α [προσγυμνάζω] αυτός που συναγωνίζεται κάποιον σε αγώνα … Dictionary of Greek
προσγυμναστοῦ — προσγυμναστής fellow wrestler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγυμναστῇ — προσγυμναστής fellow wrestler masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγυμνάζω — Α 1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον 2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον 3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος ο προσγυμναστής* … Dictionary of Greek